- κατάρβυλος
- κατάρβυλος και καθάρβυλος, -ον (Α)αυτός που φτάνει μέχρι τα πέδιλα («χλαῑνα κατάρβυλος», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀρβύλη «υπόδημα που φθάνει μέχρι τους αστραγάλους»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταρβύλοις — κατάρβυλος reaching down to the shoes masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθάρβυλος — καθάρβυλος, ον (Α) βλ. κατάρβυλος … Dictionary of Greek